- νηστικάδα
- η1. κακοσμία του στόματος του νηστικού.2. έλλειψη κανονικής τροφής, υποσιτισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νηστικάδα — η [νηστικός] η ιδιαίτερη δυσάρεστη γεύση και οσμή που έχει το στόμα τού νηστικού … Dictionary of Greek
νηστικουλίδα — η η νηστικάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικούλης + κατάλ. ίδα] … Dictionary of Greek